ἀθαλλής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(big3_1)
(1)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[marchito]], [[δένδρεον]] Orác. en Heraclid.Pont.50, αἱ δάφναι Plu.<i>Pomp</i>.31<br /><b class="num">•</b>fig., subst. τὸ ἀ. [[marchitamiento]], [[improductividad]] τῆς πρὶν βλαστηφόρου προφητικῆς χάριτος Anon.Hier.<i>Luc</i>.20.12.
|dgtxt=-ές<br />[[marchito]], [[δένδρεον]] Orác. en Heraclid.Pont.50, αἱ δάφναι Plu.<i>Pomp</i>.31<br /><b class="num">•</b>fig., subst. τὸ ἀ. [[marchitamiento]], [[improductividad]] τῆς πρὶν βλαστηφόρου προφητικῆς χάριτος Anon.Hier.<i>Luc</i>.20.12.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθαλλής:''' незеленеющий, засохший (δάφναι ἀθαλλεῖς καὶ μεμαραμμέναι Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans verdure, sans feuillage.
Étymologie: ἀ, θάλλω.

Spanish (DGE)

-ές
marchito, δένδρεον Orác. en Heraclid.Pont.50, αἱ δάφναι Plu.Pomp.31
fig., subst. τὸ ἀ. marchitamiento, improductividad τῆς πρὶν βλαστηφόρου προφητικῆς χάριτος Anon.Hier.Luc.20.12.

Russian (Dvoretsky)

ἀθαλλής: незеленеющий, засохший (δάφναι ἀθαλλεῖς καὶ μεμαραμμέναι Plut.).