δαιμονιόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
(big3_10)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[poseído por los espíritus]] δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1<i>Apol</i>.18.4.
|dgtxt=-ον<br />[[poseído por los espíritus]] δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1<i>Apol</i>.18.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιμονιόληπτος]] και [[δαιμονόληπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καταληφθεί από [[δαιμόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.

Spanish (DGE)

-ον
poseído por los espíritus δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1Apol.18.4.

Greek Monolingual

δαιμονιόληπτος και δαιμονόληπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -ληπτος < λαμβάνω.