ἀνάγγελτος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[secreto]] Hld.Gr. en Apollon.<i>Lex</i>.458. | |dgtxt=-ον [[secreto]] Hld.Gr. en Apollon.<i>Lex</i>.458. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν αναγγέλθηκε, [[ακοινοποίητος]], [[μυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναγγελτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αναγγέλλω]]. Η στερ. [[σημασία]] προήλθε από τη [[μετακίνηση]] του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unannounced, secret, Hld. ap.Hsch. s.v. ἀνάπαυστα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγγελτος: -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, ἀπόρρητος, Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.
Spanish (DGE)
-ον secreto Hld.Gr. en Apollon.Lex.458.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση του τόνου].