ἀναρτέομαι: Difference between revisions

2
(big3_4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=jón. usado sólo en perf. [[estar dispuesto]] c. inf. ἀναρτημένου σεῦ ... χρηστὰ ἔργα ... ποιέειν Hdt.1.90, ἔρδειν Hdt.6.88, ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι Hdt.7.8γ.
|dgtxt=jón. usado sólo en perf. [[estar dispuesto]] c. inf. ἀναρτημένου σεῦ ... χρηστὰ ἔργα ... ποιέειν Hdt.1.90, ἔρδειν Hdt.6.88, ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι Hdt.7.8γ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρτέομαι:''' Ιων. [[ρήμα]] που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. <i>ἀνάρτημαι</i>, είμαι [[έτοιμος]], προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἀρτέομαι]].
}}
}}