Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναρτέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρτέομαι:''' Ιων. [[ρήμα]] που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. <i>ἀνάρτημαι</i>, είμαι [[έτοιμος]], προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἀρτέομαι]].
|lsmtext='''ἀναρτέομαι:''' Ιων. [[ρήμα]] που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. <i>ἀνάρτημαι</i>, είμαι [[έτοιμος]], προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἀρτέομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ionic Verb, only used in perf. [[pass]].]<br />to be [[ready]], [[prepared]] to do, c. inf., Hdt.: cf. [[ἀρτέομαι]].
}}
}}