βασανιστήριος: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(big3_8) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> [[de tortura]] ὄργανα I.<i>BI</i> 2.152.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ β.<br /><b class="num">1</b> [[cámara de tortura]] ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.<i>Or</i>.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.<i>Res</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>[[instrumento de tortura]], [[tormento]] πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.<i>Ep</i>.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4<i>Ma</i>.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.<br /><b class="num">2</b> [[medios de comprobación]] ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.<i>Or</i>.21.247b, cf. 248a. | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> [[de tortura]] ὄργανα I.<i>BI</i> 2.152.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ β.<br /><b class="num">1</b> [[cámara de tortura]] ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.<i>Or</i>.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.<i>Res</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>[[instrumento de tortura]], [[tormento]] πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.<i>Ep</i>.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4<i>Ma</i>.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.<br /><b class="num">2</b> [[medios de comprobación]] ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.<i>Or</i>.21.247b, cf. 248a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βασανιστήριος]], -α, -ον (AM) [[βασανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[πέτρα]]) η λυδία [[λίθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or for torture, ὄργανα J.BJ2.8.10.
Greek (Liddell-Scott)
βασανιστήριος: ον,ὁ ἀνήκων ἤ ἐπιτήδειος εἰς βάσανον, ὄργανον Ἰώσηπ. Ι.ΙΙ.2.8,10.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I de tortura ὄργανα I.BI 2.152.
II subst. τὸ β.
1 cámara de tortura ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.Or.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.Res.1.57
•instrumento de tortura, tormento πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.Ep.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4Ma.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.
2 medios de comprobación ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.Or.21.247b, cf. 248a.
Greek Monolingual
βασανιστήριος, -α, -ον (AM) βασανίζω
μσν.
(για πέτρα) η λυδία λίθος
αρχ.
(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.