γλώττισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(big3_10)
(8)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[delicadeza]], [[elegancia de lenguaje]] ἀφέλοιτο τῶν Ἑλληνικῶν γλωττισμάτων Soz.<i>HE</i> 3.16.2.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[delicadeza]], [[elegancia de lenguaje]] ἀφέλοιτο τῶν Ἑλληνικῶν γλωττισμάτων Soz.<i>HE</i> 3.16.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[γλώττισμα]], το και [[γλωττισμός]], ο (Α) [[γλωττίζω]]<br />ρουφηχτό [[φιλί]] [[στόμα]] με [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γλώττισμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
delicadeza, elegancia de lenguaje ἀφέλοιτο τῶν Ἑλληνικῶν γλωττισμάτων Soz.HE 3.16.2.

Greek Monolingual

γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) γλωττίζω
ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.