γλώττισμα
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek (Liddell-Scott)
γλώττισμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
delicadeza, elegancia de lenguaje ἀφέλοιτο τῶν Ἑλληνικῶν γλωττισμάτων Soz.HE 3.16.2.
Greek Monolingual
γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) γλωττίζω
ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.
German (Pape)
τό, Zungenkuß, Sp.