γρομφάς: Difference between revisions
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
(big3_10) |
(8) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-άδος, ἡ [[cerda vieja]] Hsch., <i>Gloss</i>.3.18, cf. [[γρόμφις]]. | |dgtxt=-άδος, ἡ [[cerda vieja]] Hsch., <i>Gloss</i>.3.18, cf. [[γρόμφις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γρομφάς]] (-[[άδος]]) και γρόμφις (-ιος), η (Α)<br />η [[γουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 507] άδος, u. γρομφίς, ίδος, ἡ, Mutterschwein, Sau, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γρομφάς: -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48˙ πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ γράφω (Δωρ. γρόφω), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs).
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ cerda vieja Hsch., Gloss.3.18, cf. γρόμφις.
Greek Monolingual
γρομφάς (-άδος) και γρόμφις (-ιος), η (Α)
η γουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους].