δίτροχος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]], [[ἅμαξα]] <i>DP</i> 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. <i>Gloss</i>.3.321. | |dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]], [[ἅμαξα]] <i>DP</i> 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. <i>Gloss</i>.3.321. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίτροχος]], -ον)<br />(για οχήματα, ποδήλατα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίτροχο</i>(<i>ν</i>)<br />όχημα με δύο τροχούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A two-wheeled, ἅμαξα Edict.Diocl.15.40; καθέδρα Men.Prot.p.51 D.
Spanish (DGE)
-ον
de dos ruedas, ἅμαξα DP 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. Gloss.3.321.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίτροχος, -ον)
(για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούς
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν)
όχημα με δύο τροχούς.