carpintero: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δοκοποιός]], [[δοκοτέκτων]], [[ | |sltx=[[γομφωτήρ]], [[δοκοποιός]], [[δοκοτέκτων]], [[δομοτέκτων]], [[κοπεύς]], [[ξυλοεργός]], [[ξυλουργός]], [[τέκτων]], [[ὑλουργός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:47, 25 October 2023
Spanish > Greek
γομφωτήρ, δοκοποιός, δοκοτέκτων, δομοτέκτων, κοπεύς, ξυλοεργός, ξυλουργός, τέκτων, ὑλουργός