carpintero
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Spanish > Greek
γομφωτήρ, δοκοποιός, δοκοτέκτων, δομοτέκτων, κοπεύς, ξυλοεργός, ξυλουργός, τέκτων, ὑλουργός