στίγμα: Difference between revisions

5,101 bytes added ,  29 September 2017
38
(T21)
(38)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=στιγματος, τό (from [[στίζω]] to [[prick]]; (cf. Latin [[stimulus]], etc.; German stechen, English [[stick]], [[sting]], etc.; [[Curtius]], § 226)), a [[mark]] pricked in or branded [[upon]] the [[body]]. According to [[ancient]] [[oriental]] [[usage]], slaves and soldiers [[bore]] the [[name]] or [[stamp]] of [[their]] [[master]] or [[commander]] branded or pricked ([[cut]]) [[into]] [[their]] bodies to [[indicate]] [[what]] [[master]] or [[general]] [[they]] belonged to, and [[there]] were [[even]] [[some]] devotees [[who]] [[stamped]] [[themselves]] in [[this]] [[way]] [[with]] the token of [[their]] gods (cf. Deyling, Observations, iii., p. 423ff); [[hence]], τά στίγματα [[τοῦ]] (κυρίου so ) Ἰησοῦ, the marks of (the Lord) Jesus, [[which]] Paul in Lightfoot s Commentary on Galatians , the [[passage]] cited). ([[Herodotus]] 7,233; [[Aristotle]], Aelian, [[Plutarch]], Lcian, others.)  
|txtha=στιγματος, τό (from [[στίζω]] to [[prick]]; (cf. Latin [[stimulus]], etc.; German stechen, English [[stick]], [[sting]], etc.; [[Curtius]], § 226)), a [[mark]] pricked in or branded [[upon]] the [[body]]. According to [[ancient]] [[oriental]] [[usage]], slaves and soldiers [[bore]] the [[name]] or [[stamp]] of [[their]] [[master]] or [[commander]] branded or pricked ([[cut]]) [[into]] [[their]] bodies to [[indicate]] [[what]] [[master]] or [[general]] [[they]] belonged to, and [[there]] were [[even]] [[some]] devotees [[who]] [[stamped]] [[themselves]] in [[this]] [[way]] [[with]] the token of [[their]] gods (cf. Deyling, Observations, iii., p. 423ff); [[hence]], τά στίγματα [[τοῦ]] (κυρίου so ) Ἰησοῦ, the marks of (the Lord) Jesus, [[which]] Paul in Lightfoot s Commentary on Galatians , the [[passage]] cited). ([[Herodotus]] 7,233; [[Aristotle]], Aelian, [[Plutarch]], Lcian, others.)  
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στίζω]], το ανεξίτηλο [[σημείο]] που απομένει στο [[δέρμα]] από [[χάραγμα]] με οξύ όργανο ή από [[έγκαυση]] με πυρακτωμένο [[αντικείμενο]], [[σημάδι]] (α. «όλα τα ζώα είχαν στίγματα από καυτό [[σίδερο]]» β. «[[οἷον]] ἔχοντός τινος [[στίγμα]] ἐν τῷ βραχίονι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[αποτύπωμα]] που απομένει στο [[δέρμα]] από [[τραύμα]], από [[εξάνθημα]] ή [[εξέλκωση]], [[ουλή]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) μικρό έγχρωμο [[σημείο]], [[ιδίως]] σε [[δέρμα]] ζώου, σε [[φτερό]] εντόμου ή πτηνού, [[βούλλα]] (α. «έχει στα φτερά της μικρά κόκκινα στίγματα» β. «τοῑς γρυψὶ στίγματα ὁποῑα καὶ ταῑς παρδάλεσιν [[εἶναι]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>4.</b> το γραφικό [[σύμπλεγμα]] ς' που δηλώνει τον αριθμό στ' ή έξι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[λεκές]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κλινικό ή βιολογικό [[σημείο]] με μόνιμο χαρακτήρα το οποίο [[είναι]] [[τυπικό]] για ορισμένη νόσο ή παθολογική [[κατάσταση]] της οποίας αποκαλύπτει την ύπαρξη («[[στίγμα]] μεσογειακής αναιμίας»)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[κορυφαίο]] επάκριο [[τμήμα]] του υπέρου τών αγγειοσπέρμων το οποίο δέχεται τη [[γύρη]] [[κατά]] την [[επικονίαση]] και [[πάνω]] στο οποίο εκβλαστάνει ο [[γυρεόκοκκος]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> α) [[σωματίδιο]] το οποίο περιέχει τη [[χρωστική]] [[καροτένιο]] και βρίσκεται στη [[βάση]] του μαστιγίου ορισμένων φωτοσυνθετικών πρωτοζώων<br />β) μικροσκοπικό [[άνοιγμα]] το οποίο δημιουργούν τα μεταναστευτικά κύτταρα του οργανισμού όταν διασχίζουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της διαπήδησης<br />γ) αναπνευστικό [[άνοιγμα]] τών εντόμων στο [[άκρο]] ενός, λιγότερο ή περισσότερο, διακλαδισμένου τραχειακού σωληναρίου<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> η [[θέση]] ενός πλοίου [[πάνω]] στον [[χάρτη]] σε δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[μείωση]], [[ντροπή]], όνειδος («η [[ενέργεια]] του υπουργού [[αυτού]] αποτελεί [[στίγμα]] για ολόκληρη την [[κυβέρνηση]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στίγμα]] ακτοπλοϊκό»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίζεται με τη [[λήψη]] διοπτεύσεων σημείων της ακτής<br />β) «[[στίγμα]] αναμέτρησης»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίζεται με [[βάση]] την [[πορεία]] και την [[απόσταση]] που διανύθηκε<br />γ) «[[στίγμα]] αστρονομικό»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίστηκε με μεθόδους της αστρονομικής ναυτιλίας<br />δ) «στίγματα επαγγελματικά»<br /><b>ιατρ.</b> τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματος [[σημεία]] που βρίσκονται [[πάνω]] στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br />ε) «[[στίγμα]] ραδιοναυτιλίας»<br />(αερ.-ναυτ.) [[στίγμα]] που προσδιορίστηκε με ραδιοναυτιλιακά βοηθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήλος]] («ὁμοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι [[μετὰ]] στιγμάτων ἀργυρίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πάθημα]], [[πληγή]] («ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῡ... Ἰησοῡ ἐν τῷ σώματι μου [[βαστάζω]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στίγματα [[ἱερά]]» — σημάδια που έδειχναν ότι εκείνοι που τά είχαν ανήκαν στην [[υπηρεσία]] ενός ναού (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[στίγμα]] χρυσοῡν» — το [[χρώμα]] του χρυσού (Ψ Δημόκρ.).
}}
}}