αγνόστομος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁγνόστομος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγνό, καθαρό το [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
|mltxt=[[ἁγνόστομος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγνό, καθαρό το [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁγνόστομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός + στόμα.