αγνόστομος Search Google

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ἁγνόστομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός + στόμα.