αγέστρατος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγέστρατος]] ο, η (Α)<br />αυτός που οδηγεί τον στρατό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]], όπως και τα <i>ἀγέ</i>-<i>λαος</i>, <i>ἐλκε</i>-<i>χίτων</i>, <i>ἐχέ</i>-<i>φρων</i>. Το <i>ε</i> του α’ συνθετ. [[είναι]] δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική <i>ἄγε λαόν</i>!, <i>ἔλκε χιτώνα</i>! κ.λπ. Με το [[ἄγος]] ως β’ συνθετ. σχηματίζονται [[επίσης]] [[σύνθετα]], όπως <i>στρατ</i>- [[αγός]], <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i> κ.λπ.].
|mltxt=[[ἀγέστρατος]] ο, η (Α)<br />αυτός που οδηγεί τον στρατό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]], όπως και τα <i>ἀγέ</i>-<i>λαος</i>, <i>ἐλκε</i>-<i>χίτων</i>, <i>ἐχέ</i>-<i>φρων</i>. Το <i>ε</i> του α’ συνθετ. [[είναι]] δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική <i>ἄγε λαόν</i>!, <i>ἔλκε χιτώνα</i>! κ.λπ. Με το [[ἄγος]] ως β’ συνθετ. σχηματίζονται [[επίσης]] [[σύνθετα]], όπως <i>στρατ</i>- [[αγός]], <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i> κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγέστρατος ο, η (Α)
αυτός που οδηγεί τον στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ-λαος, ἐλκε-χίτων, ἐχέ-φρων. Το ε του α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’ συνθετ. σχηματίζονται επίσης σύνθετα, όπως στρατ- αγός, στρατ-ηγός κ.λπ.].