ἀσυμμιγής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(big3_7)
(6)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[no mezclado]], fig. [[libre de]] ἀσυμμιγῆ τοῦ χείρονος πολιτείαν Cyr.Al.M.71.448D.
|dgtxt=-ές<br />[[no mezclado]], fig. [[libre de]] ἀσυμμιγῆ τοῦ χείρονος πολιτείαν Cyr.Al.M.71.448D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσυμμιγής]], -ές (Α)<br />ο [[ασύμμικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[συμμιγής]] <span style="color: red;"><</span> [[συμμειγνύω]]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμμῐγής: -ές, = τῷ ἑπομ., Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 525Β.

Spanish (DGE)

-ές
no mezclado, fig. libre de ἀσυμμιγῆ τοῦ χείρονος πολιτείαν Cyr.Al.M.71.448D.

Greek Monolingual

ἀσυμμιγής, -ές (Α)
ο ασύμμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμμιγής < συμμειγνύω].