ασύμμικτος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ἀσύμμικτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύμμικτος < συμμειγνύω].