no mezclado
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
Spanish > Greek
εἰλικρινής, ἀκέραστος, ἀκατάμικτος, ἀκραιφνής, ἀμείλικτος, ἀμιγής, ἀμισγής, ἀναπόμικτος, ἀνεπίμικτος, ἀπαράμικτος, ἀπαρέγχυτος, ἀπαραμιγής, ἀσυμμιγής, ἄκρατος, ἄμικτος