βιομηχανία: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_9)
(7)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιομηχανία''': ἡ, [[ἐπιμέλεια]], [[δραστηριότης]] ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀντιφῶν παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 189.
|lstext='''βιομηχανία''': ἡ, [[ἐπιμέλεια]], [[δραστηριότης]] ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀντιφῶν παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 189.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[βιομηχανία]]) [[βιομήχανος]]<br />[[κλάδος]] παραγωγής με [[αντικείμενο]] τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων σε [[αγαθά]] κατανάλωσης<br /><b>αρχ.</b><br />η [[δραστηριότητα]] για ν' αποκτήσει [[κανείς]] τα απαραίτητα για τη ζωή του.
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 445] ἡ, Betriebsamkeit im Verschaffen des Lebensunterhaltes, Antipho bei Poll. 7, 189.

Greek (Liddell-Scott)

βιομηχανία: ἡ, ἐπιμέλεια, δραστηριότης ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 189.

Greek Monolingual

η (Α βιομηχανία) βιομήχανος
κλάδος παραγωγής με αντικείμενο τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων σε αγαθά κατανάλωσης
αρχ.
η δραστηριότητα για ν' αποκτήσει κανείς τα απαραίτητα για τη ζωή του.