3,274,917
edits
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> utilité, avantage, profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> utilité, avantage, profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, το / [[ὠφέλημα]], ΝΑ [[ωφελώ]]<br />[[ωφέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ωφελήματα</i><br /><b>(νομ.)</b> οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, [[αλλά]] και [[κάθε]] όφελος που παρέχει η [[χρήση]] του πράγματος ή του δικαιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] υλικό ή ηθικό [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠφέλημα]] ἔχειν τινί» — [[είναι]] ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.). | |||
}} | }} |