3,277,637
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, το / [[ὠφέλημα]], ΝΑ [[ωφελώ]]<br />[[ωφέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ωφελήματα</i><br /><b>(νομ.)</b> οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, [[αλλά]] και [[κάθε]] όφελος που παρέχει η [[χρήση]] του πράγματος ή του δικαιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] υλικό ή ηθικό [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠφέλημα]] ἔχειν τινί» — [[είναι]] ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.). | |mltxt=-ήματος, το / [[ὠφέλημα]], ΝΑ [[ωφελώ]]<br />[[ωφέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ωφελήματα</i><br /><b>(νομ.)</b> οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, [[αλλά]] και [[κάθε]] όφελος που παρέχει η [[χρήση]] του πράγματος ή του δικαιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] υλικό ή ηθικό [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠφέλημα]] ἔχειν τινί» — [[είναι]] ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠφέλημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> χρήσιμο ή ωφέλιμο [[πράγμα]], [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[κέρδος]], σε Σοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |