εὐθύρριζος: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(6_8) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθύρριζος''': εὐθείας ῥίζας ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1, 7, 2. | |lstext='''εὐθύρριζος''': εὐθείας ῥίζας ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1, 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθύρριζος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει ίσιες ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A straight-rooted, Thphr.HP1.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύρριζος: εὐθείας ῥίζας ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1, 7, 2.
Greek Monolingual
εὐθύρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ίσιες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + ρίζα].