ἀκάκυντος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dañado]], [[ileso]] Hierocl.<i>in CA</i> 418, Procl.<i>Phil.Chald</i>.3.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin daño]] Hierocl.<i>Prou</i>.462a. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dañado]], [[ileso]] Hierocl.<i>in CA</i> 418, Procl.<i>Phil.Chald</i>.3.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin daño]] Hierocl.<i>Prou</i>.462a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκάκυντος]], -ον (Α) [[κακύνω]]<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[κακοποίηση]], που δεν [[είναι]] δυνατόν να κακοποιηθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = sq.,
A αἰτίας Hierocl. in CA 1p.418M., cf. 3p.424M. Adv. -τως Id.Prov.p.462B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκυντος: [κᾰ], ον, = τῷ ἑπομ. Ἱεροκλ. χρυσᾶ ἔπη. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dañado, ileso Hierocl.in CA 418, Procl.Phil.Chald.3.
2 adv. -ως sin daño Hierocl.Prou.462a.
Greek Monolingual
ἀκάκυντος, -ον (Α) κακύνω
αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί.