ἱππόβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
(6_19) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππόβρωτος''': -ον, ὑπὸ ἵππων καταβρωθείς, Ἀρσεν. ἐν Ἰωνιᾷ, ἴδε Fischer εἰς Παλαιφ. σ. 104. | |lstext='''ἱππόβρωτος''': -ον, ὑπὸ ἵππων καταβρωθείς, Ἀρσεν. ἐν Ἰωνιᾷ, ἴδε Fischer εἰς Παλαιφ. σ. 104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππόβρωτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που καταφαγώθηκε από ίππους, που χρησίμευσε ως [[τροφή]] αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώσκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μυό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>συό</i>-<i>δρωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1259] von Pferden gefressen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόβρωτος: -ον, ὑπὸ ἵππων καταβρωθείς, Ἀρσεν. ἐν Ἰωνιᾷ, ἴδε Fischer εἰς Παλαιφ. σ. 104.
Greek Monolingual
ἱππόβρωτος, -ον (Μ)
αυτός που καταφαγώθηκε από ίππους, που χρησίμευσε ως τροφή αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βρωτός (< βι-βρώσκω), πρβλ. μυό-βρωτος, συό-δρωτος].