καπάναξ: Difference between revisions
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
(6_4) |
(19) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπάναξ''': -ακος, ὁ, «[[τρεῖς]] δὲ ἔχοντος τοῦ ταρρίου πλευρὰς τὰς κατὰ τοὺς ἵππους τὸ ἀνώτατον ξύλο [[καπάναξ]] καλεῖται», ἐπὶ ἅρματος, [[Πολυδ]]. Α΄, 142. | |lstext='''καπάναξ''': -ακος, ὁ, «[[τρεῖς]] δὲ ἔχοντος τοῦ ταρρίου πλευρὰς τὰς κατὰ τοὺς ἵππους τὸ ἀνώτατον ξύλο [[καπάναξ]] καλεῖται», ἐπὶ ἅρματος, [[Πολυδ]]. Α΄, 142. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καπάναξ]], -άνακος, ὁ (Α) [[καπάνη]]<br />το ανώτατο [[τμήμα]] τών πλευρών άρματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1322] ακος, ὁ, Seitenholz am Kutschersitz, Poll. 1, 142.
Greek (Liddell-Scott)
καπάναξ: -ακος, ὁ, «τρεῖς δὲ ἔχοντος τοῦ ταρρίου πλευρὰς τὰς κατὰ τοὺς ἵππους τὸ ἀνώτατον ξύλο καπάναξ καλεῖται», ἐπὶ ἅρματος, Πολυδ. Α΄, 142.
Greek Monolingual
καπάναξ, -άνακος, ὁ (Α) καπάνη
το ανώτατο τμήμα τών πλευρών άρματος.