καπάναξ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 1322] ακος, ὁ, Seitenholz am Kutschersitz, Poll. 1, 142.

Greek (Liddell-Scott)

καπάναξ: -ακος, ὁ, «τρεῖς δὲ ἔχοντος τοῦ ταρρίου πλευρὰς τὰς κατὰ τοὺς ἵππους τὸ ἀνώτατον ξύλο καπάναξ καλεῖται», ἐπὶ ἅρματος, Πολυδ. Α΄, 142.

Greek Monolingual

καπάναξ, -άνακος, ὁ (Α) καπάνη
το ανώτατο τμήμα τών πλευρών άρματος.