κίχησις: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_8)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίχησις''': -εως, ἡ, (κῐχάνω) τὸ νὰ φθάσῃ τις, [[ἐπιτυχία]]· «[[κίχησις]]· ἡ [[λῆψις]]» Ἡσύχ.
|lstext='''κίχησις''': -εως, ἡ, (κῐχάνω) τὸ νὰ φθάσῃ τις, [[ἐπιτυχία]]· «[[κίχησις]]· ἡ [[λῆψις]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίχησις]], ἡ (Α) [[κιχάνω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1444] ἡ, das Erreichen, Erlangen, Hesych. erkl. λῆψις.

Greek (Liddell-Scott)

κίχησις: -εως, ἡ, (κῐχάνω) τὸ νὰ φθάσῃ τις, ἐπιτυχία· «κίχησις· ἡ λῆψις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίχησις, ἡ (Α) κιχάνω
(κατά τον Ησύχ.) επιτυχία, κατόρθωμα.