λογομάγειρος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(6_15)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογομάγειρος''': ὁ, ὁ μαγειρεύων λόγους, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντιφῶν.
|lstext='''λογομάγειρος''': ὁ, ὁ μαγειρεύων λόγους, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντιφῶν.
}}
{{grml
|mltxt=[[λογομάγειρος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει, που επινοεί λόγους.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογομάγειρος Medium diacritics: λογομάγειρος Low diacritics: λογομάγειρος Capitals: ΛΟΓΟΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: logomágeiros Transliteration B: logomageiros Transliteration C: logomageiros Beta Code: logoma/geiros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A one who cooks up words, Suid. s.v. Ἀντιφῶν.

Greek (Liddell-Scott)

λογομάγειρος: ὁ, ὁ μαγειρεύων λόγους, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντιφῶν.

Greek Monolingual

λογομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που μαγειρεύει, που επινοεί λόγους.