μαγειρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source
(6_7)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαγειρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.
|lstext='''μαγειρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαγειρώδης]], -ώδες (Α)<br />[[μάγειρος]]<br />αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρώδης Medium diacritics: μαγειρώδης Low diacritics: μαγειρώδης Capitals: ΜΑΓΕΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: mageirṓdēs Transliteration B: mageirōdēs Transliteration C: mageirodis Beta Code: mageirw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A butcherly, φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480 B.

Greek (Liddell-Scott)

μαγειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.

Greek Monolingual

μαγειρώδης, -ώδες (Α)
μάγειρος
αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).