Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γρομφάς: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(big3_10)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-άδος, ἡ [[cerda vieja]] Hsch., <i>Gloss</i>.3.18, cf. [[γρόμφις]].
|dgtxt=-άδος, ἡ [[cerda vieja]] Hsch., <i>Gloss</i>.3.18, cf. [[γρόμφις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γρομφάς]] (-[[άδος]]) και γρόμφις (-ιος), η (Α)<br />η [[γουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 507] άδος, u. γρομφίς, ίδος, ἡ, Mutterschwein, Sau, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

γρομφάς: -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48˙ πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ γράφω (Δωρ. γρόφω), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs).

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ cerda vieja Hsch., Gloss.3.18, cf. γρόμφις.

Greek Monolingual

γρομφάς (-άδος) και γρόμφις (-ιος), η (Α)
η γουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους].