γυραλέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_4)
(8)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῡραλέος''': -α, -ον, = [[γυρός]], [[στρογγύλος]], κεκαμμένος, Ὀππ. Κ. 1. 57.
|lstext='''γῡραλέος''': -α, -ον, = [[γυρός]], [[στρογγύλος]], κεκαμμένος, Ὀππ. Κ. 1. 57.
}}
{{grml
|mltxt=[[γυραλέος]], -α, -ον (Α) [[γύρος]]<br />[[γυρός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 512] = γυρός, Opp. Cyn. 1, 57. 176.

Greek (Liddell-Scott)

γῡραλέος: -α, -ον, = γυρός, στρογγύλος, κεκαμμένος, Ὀππ. Κ. 1. 57.

Greek Monolingual

γυραλέος, -α, -ον (Α) γύρος
γυρός.