διισθμίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_13a) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διισθμίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[ἰσθμός]]) [[ἕλκω]], [[διαβιβάζω]], διὰ τοῦ ἰσθμοῦ· πρβλ. [[ὑπερισθμίζω]], Πολύβ. 4. 19, 7. ― Πρβλ. [[διειρύω]], [[δίολκος]]. | |lstext='''διισθμίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[ἰσθμός]]) [[ἕλκω]], [[διαβιβάζω]], διὰ τοῦ ἰσθμοῦ· πρβλ. [[ὑπερισθμίζω]], Πολύβ. 4. 19, 7. ― Πρβλ. [[διειρύω]], [[δίολκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διισθμίζω]] (Α) [[ισθμός]]<br />(για πλοία) [[τραβώ]] ένα [[πλοίο]] [[πέρα]] από τον ισθμό. | |||
}} | }} |