διεκφυγή: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(big3_11)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ [[escapatoria]] Ath.Al.M.27.33D.
|dgtxt=-ῆς, ἡ [[escapatoria]] Ath.Al.M.27.33D.
}}
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το να διεκφεύγει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[λαθραία]] [[διαφυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διεκφεύγω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ escapatoria Ath.Al.M.27.33D.

Greek Monolingual

η
1. το να διεκφεύγει κάποιος ή κάτι
2. λαθραία διαφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκφεύγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].