δίχωρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(big3_12)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[provisto de dos espacios]] prob. de un armario ropero [[de dos cuerpos]], <i>PMasp</i>.340ue.41 (biz.).
|dgtxt=-ον<br />[[provisto de dos espacios]] prob. de un armario ropero [[de dos cuerpos]], <i>PMasp</i>.340ue.41 (biz.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα<br /><b>2.</b> (για [[σπίτι]]) το χωρισμένο με μια [[κάμαρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
provisto de dos espacios prob. de un armario ropero de dos cuerpos, PMasp.340ue.41 (biz.).

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα
2. (για σπίτι) το χωρισμένο με μια κάμαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].