δυσανάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(big3_12)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de leer]] la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de leer]] la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσανάγνωστος]], -ον)<br />(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για [[κείμενο]]) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσ<ανά>γνωστος Medium diacritics: δυσανάγνωστος Low diacritics: δυσανάγνωστος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: dysanágnōstos Transliteration B: dysanagnōstos Transliteration C: dysanagnostos Beta Code: dusana/gnwstos

English (LSJ)

ον,

   A hard to read, prob. for δύσγνωστος, Plb.3.32.1.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de leer la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσανάγνωστος, -ον)
(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.