δυσανάγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_12) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de leer]] la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de leer]] la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσανάγνωστος]], -ον)<br />(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για [[κείμενο]]) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to read, prob. for δύσγνωστος, Plb.3.32.1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de leer la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσανάγνωστος, -ον)
(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.