δυασμός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[división en dos]] Nicom.<i>Ar</i>.2.19, Eust.778.16, aplicando teorías etim. a partir del pitagorismo «τολμῆσαν» [[διάστασις]] ἐκ δυασμοῦ Eust.370.39, cf. [[δυάς]] I 1. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[división en dos]] Nicom.<i>Ar</i>.2.19, Eust.778.16, aplicando teorías etim. a partir del pitagorismo «τολμῆσαν» [[διάστασις]] ἐκ δυασμοῦ Eust.370.39, cf. [[δυάς]] I 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[δυασμός]], ο και δύασμα, το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρισμός]] σε δύο μέρη, [[διχασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνένωση]] δύο ατόμων ή πραγμάτων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:05, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 671] ὁ, Paarung, Begattung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δυασμός: ὁ, ἡ εἰς δύο διαίρεσις, Εὐστ. Πονημ. 205. 20.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
división en dos Nicom.Ar.2.19, Eust.778.16, aplicando teorías etim. a partir del pitagorismo «τολμῆσαν» διάστασις ἐκ δυασμοῦ Eust.370.39, cf. δυάς I 1.
Greek Monolingual
ο (Μ δυασμός, ο και δύασμα, το)
νεοελλ.
χωρισμός σε δύο μέρη, διχασμός
μσν.
συνένωση δύο ατόμων ή πραγμάτων.