ἑλιξοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
(big3_14b)
(11)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἱλιξόπορος Man.4.467<br /><b class="num">1</b> [[que gira en movimiento helicoidal]] σελήνη Man.4.437, 467, ἄτρακτοι Procl.<i>H</i>.1.48.<br /><b class="num">2</b> [[que forma espiral]] δεσμὸς ἑ. ref. a los zarcillos de la vid, Paul.Sil.<i>Soph</i>.654.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἱλιξόπορος Man.4.467<br /><b class="num">1</b> [[que gira en movimiento helicoidal]] σελήνη Man.4.437, 467, ἄτρακτοι Procl.<i>H</i>.1.48.<br /><b class="num">2</b> [[que forma espiral]] δεσμὸς ἑ. ref. a los zarcillos de la vid, Paul.Sil.<i>Soph</i>.654.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑλιξόπορος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί ελικοειδή [[πορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ελιο</i>- και <i>λιο</i>- ([[αντί]] <i>ελαιο</i>-)<br />α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην [[ελιά]] ή προέρχεται από αυτήν (<i>ελιόδεντρο</i>, <i>λιόδυλο</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 798] gewundene, krumme Wege wandelnd, Sp., wie Haneth. 4, 437. 467.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): εἱλιξόπορος Man.4.467
1 que gira en movimiento helicoidal σελήνη Man.4.437, 467, ἄτρακτοι Procl.H.1.48.
2 que forma espiral δεσμὸς ἑ. ref. a los zarcillos de la vid, Paul.Sil.Soph.654.

Greek Monolingual

ἑλιξόπορος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί ελικοειδή πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. ελιο- και λιο- (αντί ελαιο-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην ελιά ή προέρχεται από αυτήν (ελιόδεντρο, λιόδυλο)].