εὐγέωργος: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(6_16) |
(14) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐγέωργος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ. | |lstext='''εὐγέωργος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐγέωργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευγεώργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη [[διδασκαλία]] («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).