εὐιώτης: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(6_19) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐιώτης''': -ου, ὁ, (εὔιος) βακχικός, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1. σ. 86· θηλ. εὐιῶτις, ιδος, Μοσχίων ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 242. | |lstext='''εὐιώτης''': -ου, ὁ, (εὔιος) βακχικός, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1. σ. 86· θηλ. εὐιῶτις, ιδος, Μοσχίων ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 242. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐιώτης]], ὁ, θηλ. εὐιώτις (Α) [[εύιος]]<br />[[βακχικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (εὔιος) Bacchic,
A χοροί Lyr.Alex.Adesp.22:—fem. εὐῐῶτις, ιδος, οἴνη Moschio Trag.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
εὐιώτης: -ου, ὁ, (εὔιος) βακχικός, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1. σ. 86· θηλ. εὐιῶτις, ιδος, Μοσχίων ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 242.