θεοπνευστία: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_9)
 
(17)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοπνευστία''': ἡ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], Ἐκκλ., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 128.
|lstext='''θεοπνευστία''': ἡ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], Ἐκκλ., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 128.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[θεοπνευστία]]) [[θεόπνευστος]]<br />η [[θεία]] [[έμπνευση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θεοπνευστία: ἡ, θεία ἔμπνευσις, Ἐκκλ., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 128.

Greek Monolingual

η (AM θεοπνευστία) θεόπνευστος
η θεία έμπνευση.