καινόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(6_17)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινόπιστος''': -ον, ὁ ἔχων καινὴν πίστιν, Νικόλ. Μεθώνης ἐπίσκ. ἔκδ. Ἀνδρ. Δημητρ. ἐν προοιμίῳ σ. ε΄.
|lstext='''καινόπιστος''': -ον, ὁ ἔχων καινὴν πίστιν, Νικόλ. Μεθώνης ἐπίσκ. ἔκδ. Ἀνδρ. Δημητρ. ἐν προοιμίῳ σ. ε΄.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόπιστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει νέα [[πίστη]], που πίστεψε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καινόπιστος: -ον, ὁ ἔχων καινὴν πίστιν, Νικόλ. Μεθώνης ἐπίσκ. ἔκδ. Ἀνδρ. Δημητρ. ἐν προοιμίῳ σ. ε΄.

Greek Monolingual

καινόπιστος, -ον (Μ)
αυτός που έχει νέα πίστη, που πίστεψε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πιστός.