Καππαδόκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(Bailly1_3)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la Cappadoce, Cappadocien.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la Cappadoce, Cappadocien.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. Καππαδόκισσα (AM [[Καππαδόκης]], θηλ. Καππαδόκισσα)<br />αυτός που κατάγεται από την Καππαδοκία.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de la Cappadoce, Cappadocien.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Καππαδόκισσα (AM Καππαδόκης, θηλ. Καππαδόκισσα)
αυτός που κατάγεται από την Καππαδοκία.