κισταφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_2) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισταφόρος''': [[κιστοφόρος]], Ἐπιγραφ. Ἀπολλωνίας τῆς πρὸς τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, CIG. 2052. | |lstext='''κισταφόρος''': [[κιστοφόρος]], Ἐπιγραφ. Ἀπολλωνίας τῆς πρὸς τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, CIG. 2052. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κισταφόρος]], -ον (Α)<br />[[κιστοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who bears it, CIG2052 (Apollonia in Thrace); cf. κιστοφόρος 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισταφόρος: κιστοφόρος, Ἐπιγραφ. Ἀπολλωνίας τῆς πρὸς τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, CIG. 2052.
Greek Monolingual
κισταφόρος, -ον (Α)
κιστοφόρος.