κληρωτρίς: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(6_12)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληρωτρίς''': -ίδος, ἡ, [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐνέβαλλον τὰς ψήφους οἱ δικασταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672, 750, Σουΐδ. (ὁ [[τύπος]] κληρωτὶς μεταγεν.).
|lstext='''κληρωτρίς''': -ίδος, ἡ, [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐνέβαλλον τὰς ψήφους οἱ δικασταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672, 750, Σουΐδ. (ὁ [[τύπος]] κληρωτὶς μεταγεν.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κληρωτρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />η [[κληρωτίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κληρωτής]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτρίς Medium diacritics: κληρωτρίς Low diacritics: κληρωτρίς Capitals: ΚΛΗΡΩΤΡΙΣ
Transliteration A: klērōtrís Transliteration B: klērōtris Transliteration C: klirotris Beta Code: klhrwtri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A urn for casting lots or votes, Sch.Ar.V.672, 750.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτρίς: -ίδος, ἡ, ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐνέβαλλον τὰς ψήφους οἱ δικασταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672, 750, Σουΐδ. (ὁ τύπος κληρωτὶς μεταγεν.).

Greek Monolingual

κληρωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
η κληρωτίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής.