κόβειρος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_14) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόβειρος''': ὁ, = [[κόβαλος]], «[[κόβειρος]]· [[γελοιαστής]], [[σκώπτης]], λοιδοριστὴς» Ἡσύχ. | |lstext='''κόβειρος''': ὁ, = [[κόβαλος]], «[[κόβειρος]]· [[γελοιαστής]], [[σκώπτης]], λοιδοριστὴς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόβειρος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[γελοίος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κόβειρος]]<br />[[άνθρωπος]] που λέει αστεία, [[σκώπτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, = Vorigem; Hesych. γελοιαστής, σκώπ της, auch λοιδοριστής erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κόβειρος: ὁ, = κόβαλος, «κόβειρος· γελοιαστής, σκώπτης, λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόβειρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. γελοίος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κόβειρος
άνθρωπος που λέει αστεία, σκώπτης.