κολαφιστικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(6_6)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
|lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολαφιστικῶς]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κόλαφο, με [[ράπισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολαφιστικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολαφίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1472] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰφιστικῶς: Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κολαφιστικῶς (Μ)
επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολαφιστικός < κολαφίζω.