κορυφιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_12)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορῠφιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ [[κορυφαῖον]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 31.
|lstext='''κορῠφιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ [[κορυφαῖον]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορυφιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά, η [[κορυφαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστήρ Medium diacritics: κορυφιστήρ Low diacritics: κορυφιστήρ Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: koryphistḗr Transliteration B: koryphistēr Transliteration C: koryfistir Beta Code: korufisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31.    2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.

Greek Monolingual

κορυφιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον
2. το άνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].