κρύψορχις: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(6_8)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρύψορχις''': -εως, ὁ, ἔχων κεκρυμμένους τοὺς ὄρχεις, ἔχων αὐτοὺς ἐντὸς τῆς κοιλίας, Γαλην. 2. σ. 276.
|lstext='''κρύψορχις''': -εως, ὁ, ἔχων κεκρυμμένους τοὺς ὄρχεις, ἔχων αὐτοὺς ἐντὸς τῆς κοιλίας, Γαλην. 2. σ. 276.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κρύψορχις]], -εως, ἡ (Α)<br />η κρυψορχιδία.———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βλ.</b> [[κρυψόρχης]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύψορχις Medium diacritics: κρύψορχις Low diacritics: κρύψορχις Capitals: ΚΡΥΨΟΡΧΙΣ
Transliteration A: krýpsorchis Transliteration B: krypsorchis Transliteration C: krypsorchis Beta Code: kru/yorxis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A undescended testicles, Gal.19.448.

Greek (Liddell-Scott)

κρύψορχις: -εως, ὁ, ἔχων κεκρυμμένους τοὺς ὄρχεις, ἔχων αὐτοὺς ἐντὸς τῆς κοιλίας, Γαλην. 2. σ. 276.

Greek Monolingual

(I)
κρύψορχις, -εως, ἡ (Α)
η κρυψορχιδία.———————— (II)
ο
βλ. κρυψόρχης.