λαμπροχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(6_14)
 
(22)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπροχίτων''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπρὸν χιτῶνα, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. Cod. Coisl. 394, fol. 214 ro.
|lstext='''λαμπροχίτων''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπρὸν χιτῶνα, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. Cod. Coisl. 394, fol. 214 ro.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπροχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[φορά]] λαμπρό, [[λευκό]], χιτώνα.
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροχίτων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπρὸν χιτῶνα, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. Cod. Coisl. 394, fol. 214 ro.

Greek Monolingual

λαμπροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που φορά λαμπρό, λευκό, χιτώνα.